Τα κερκυραϊκά αστικά σπίτια της βενετοκρατίας ήταν είτε πολυώροφα σε τύπο πολυκατοικίας με 3-4 ορόφους, δείγμα της προσαρμογής στην στενότητα του χώρου, είτε σπανιότερα μονοκατοικίες με ένα ή περισσότερους ορόφους, ενώ τα αρχοντικά ήταν συνήθως διώροφα.
Τα κτίρια πλατυμέτωπα ή στενομέτωπα, σχημάτιζαν συνεχή μέτωπα στους δρόμους, με ελάχιστες εξαιρέσεις αυλών ή κήπων. Χτίστηκαν σε οικόπεδα με μικρό γενικά εμβαδόν και με κάλυψη σχεδόν 100% (σε μη διαμπερή οικόπεδα οι πίσω χώροι αερίζονται από τις γνωστές “κανιζέλλες”). Ο μέσος όρος εμβαδού, μετά και την κατασκευή των πολύ μεγαλύτερων κτιρίων της αγγλοκρατίας, ήταν σύμφωνα με απογραφή του 1940, 84 μ2 με ελάχιστον εμβαδόν 30 μ2.Αν και θα υπήρχε μεγάλος αριθμός αρχοντικών στην πόλη (στο Libro d’ oro ήταν γραμμένες 112 οικογένειες ευγενών) ελάχιστα αναγνωρίζονται σήμερα και εμφανίζουν χαρακτηριστικά μιας επίσημης κατασκευής. Δύο από τα σωζόμενα αρχοντικά – Ρίκκι και Γιαλλινά – (17ου αιώνα) έχουν κατά μήκος της όψης προστώο αναγεννησιακού χαρακτήρα που διαμορφώνει εξώστη στον όροφο.
Οι όψεις των κερκυραϊκών κατοικιών της περιόδου, ακολουθούν γενικότερα τα χαρακτηριστικά της αναγέννησης, του μανιερισμού και του μπαρόκ, εκφρασμένα όμως με σχετική λιτότητα και ενίοτε με λαϊκό πνεύμα, στοιχεία που σχετίζονται και με τη διαφορά κλίμακας ως προς τα δυτικά παραδείγματα. Ανάλογα με την κατηγορία της κατασκευής υπάρχει μεγαλύτερη ή μικρότερη χρήση μορφολογικών στοιχείων και ενδιαφέρον για συνθετική οργάνωση. Τα πρότυπά τους ως προς τις μορφολογικές λεπτομέρειες μπορεί κανείς να τα εντοπίσει σε ένα βαθμό στα έργα της επίσημης αρχιτεκτονικής της πόλης ή του Παλιού Φρουρίου. Διαπιστώνεται επίσης μια αλληλεπίδραση μεταξύ αστικής και εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής στα επί μέρους στοιχεία.
Γενικά χαρακτηριστικά της εξωτερικής διαμόρφωσης των σωζόμενων κτιρίων (τα οποία κατά το μεγαλύτερο ποσοστό έχουν προσθήκες της αγγλοκρατίας ή και μεταγενέστερες), είναι η επίπεδη ως επί το πλείστον επιφάνεια, η υπεροχή συχνά του πλήρους στο κενό ή και η ισοδυναμία τους, ο τονισμός της οριζοντιότητας (με σειρές παραθύρων, ζώνες, γείσα κ.λ.π.) και η μορφολόγηση πάνω σε ένα συμμετρικό σύστημα αξόνων, που δεν τηρείται όμως απαραίτητα στα λαϊκότερα έργα. Τα χρώματα των όψεων, το κόκκινο ή η ώχρα στις επιχρισμένες επιφάνειες, το ημίλευκο ή υποκίτρινο στα λαξευτά μέλη, και το πράσινο στα εξώφυλλα, είναι αντίστοιχα με αυτά της Βενετίας. Μεγαλύτερη σημασία δίνεται στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση του ισογείου, όπου και το θύρωμα εισόδου, η στοά κ.λ.π., που ξεχωρίζουν οπτικά με την ιδιαίτερη ρυθμολογική παράθεση των ανοιγμάτων, κάτι που δικαιολογείται και από το ότι το μικρό πλάτος των δρόμων δεν επιτρέπει την άμεση θεώρηση του συνόλου των πολυώροφων οικοδομών.
Πόρτες – Είσοδοι Παράθυρα
Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία οργάνωσης των όψεων είναι οι – αναγεννησιακού χαρακτήρα – στοές με τις τοξοστοιχίες, που συναντώνται μεμονωμένες ή συνεχείς, στους εμπορικούς κυρίως δρόμους, τα πορτόνια (κύριες θύρες εισόδου) με τα λαξευτά πλαίσια και την μπαρόκ ενίοτε επίστεψη, τα παράθυρα, που μπορεί να περιβάλλονται με πλαίσια με κυμάτια, και τα κορνιζώματα. Την επίπεδη επιφάνεια της όψης ποικίλλουν επίσης, δίνοντάς της πλαστικότητα, τα προστώα που προβάλλουν δημιουργώντας ανοιχτή βεράντα στον όροφο, οι πέτρινοι εξώστες και τα εξωτερικά λίθινα κλιμακοστάσια μέχρι τον πρώτο όροφο, όπου διαμορφώνεται στεγασμένο πλατύσκαλο -εξώστης (“μπότζος” με ξεχυτή ).
Τέλος, αξιόλογα μορφολογικά στοιχεία αποτελούν τα φουρούσια, οι γωνίες, όταν διαμορφώνονται από λαξευτή τοιχοποιία, οι προεξέχουσες καμινάδες των μαγειρείων με την απόλυξή τους στη στέγη, τα οικόσημα κ.λ.π. Στα ισόγεια των σπιτιών υπάρχουν συχνά καταστήματα ή αποθήκες, ενώ η κυρίως κατοικία βρίσκεται στους ορόφους. Τα περισσότερα σπίτια έχουν σοφίτα που καταλαμβάνει συνήθως μεγάλο μέρος της στέγης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν κατοικήσιμος χώρος. Το κλιμακοστάσιο που γενικά βρίσκεται στο εσωτερικό των κτιρίων μπομπορεί να είναι περίπου αξονικά τοποθετημένο και να περιβάλλεται από τους χώρους ή να βρίσκεται κατά μήκος μιας πλάγιας πλευράς. Λίγα παραδείγματα έχουν, εξωτερικό λίθινο κλιμακοστάσιο μέχρι τον πρώτο όροφο και αφορούν οπωσδήποτε μονοκατοικίες.
Η επικοινωνία των δωματίων στους χώρους διαμονής γίνεται χωρίς την παρεμβολή διαδρόμων μέσω ενός κεντρικού χώρου που καταλήγει στο κλιμακοστάσιο. Εκτός από τα μαγειρεία, που συνήθως βρίσκονται στην γωνία ενός δωματίου και χαρακτηρίζονται από την χτιστή εστία και την καπνοδόχο (που προεξείχε εξωτερικά στις όψεις), ιδιαίτερα αποχωρητήρια δεν είχαν προβλεφθεί και μια τρύπα πλάι στον νεροχύτη που κατέληγε στο αποχετευτικό δίκτυο εξυπηρετούσε τον σκοπό αυτό.
Το κείμενο είναι δημοσιευμένο στο site https://www.corfu.gr/web/guest/urban